θύτης — sacrificer masc nom sg θυτήρ sacrificer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… … Dictionary of Greek
θύται — θύτης sacrificer masc nom/voc pl θύτᾱͅ , θύτης sacrificer masc dat sg (doric aeolic) θυτήρ sacrificer masc nom/voc pl θύτᾱͅ , θυτήρ sacrificer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυτῶν — θύτης sacrificer masc gen pl θυτήρ sacrificer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύταις — θύτης sacrificer masc dat pl θυτήρ sacrificer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύτην — θύτης sacrificer masc acc sg (attic epic ionic) θυτήρ sacrificer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύτου — θύτης sacrificer masc gen sg θυτήρ sacrificer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύτα — θύτᾱ , θύτης sacrificer masc nom/voc/acc dual θύτης sacrificer masc voc sg θύτᾱ , θύτης sacrificer masc gen sg (doric aeolic) θύτης sacrificer masc nom sg (epic) θύτᾱ , θυτήρ sacrificer masc nom/voc/acc dual θυτήρ sacrificer masc voc sg θύτᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοθύτης — ζῳοθύτης, ὁ (Α) αυτός που θυσιάζει ζώα, ο θυσιαστής ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + θύτης (< θύω) πρβλ. ιερο θύτης, μηλο θύτης] … Dictionary of Greek
ιεροθύτης — ἱεροθύτης, δωρ. τ. ἱεροθύτας, ὁ (Α) ιερέας που τελούσε τις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θύτης (< θύω), πρβλ. επι θύτης, συν θύτης] … Dictionary of Greek